ἐμβρυοτομία

ἐμβρυοτομία
ἐμβρῠο-τομία, ,
A cutting up of the foetus, Gal.19.107, Philum. ap. Aët.16.23, Olymp.in Grg.p.258 J., PTeb.676, Ptol.Tetr.149, etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐμβρυοτομία — ἐμβρυοτομίᾱ , ἐμβρυοτομία cutting up of the foetus fem nom/voc/acc dual ἐμβρυοτομίᾱ , ἐμβρυοτομία cutting up of the foetus fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβρυοτομίᾳ — ἐμβρυοτομίᾱͅ , ἐμβρυοτομία cutting up of the foetus fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμβρυοτομία — Χειρουργική επέμβαση που αποβλέπει στον διαμελισμό εμβρύου όταν, εξαιτίας του μεγέθους του και της θέσης του, η φυσιολογική εξαγωγή του από τη φυσική γεννητική οδό (πυελογεννητικός σωλήνας) μπορεί να προκαλέσει κίνδυνο για τη ζωή της μητέρας. Οι… …   Dictionary of Greek

  • εμβρυοτομία — η (ιατρ.), ο τεμαχισμός του νεκρού σώματος του εμβρύου μέσα στη μήτρα για διευκόλυνση της εξαγωγής του, όταν είναι αδύνατη η εξαγωγή του ολόκληρου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐμβρυοτομίας — ἐμβρυοτομίᾱς , ἐμβρυοτομία cutting up of the foetus fem acc pl ἐμβρυοτομίᾱς , ἐμβρυοτομία cutting up of the foetus fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβρυοτομίαν — ἐμβρυοτομίᾱν , ἐμβρυοτομία cutting up of the foetus fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβρυοτομίαις — ἐμβρυοτομία cutting up of the foetus fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμβρυοτομικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στον εμβρυοτόμο ή στην εμβρυοτομία …   Dictionary of Greek

  • εμβρυοτόμος — ο (AM ἐμβρυοτόμος) χειρουργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για εμβρυοτομία σε κύημα που έχει πεθάνει μέσα στη μήτρα …   Dictionary of Greek

  • εμβρυοτομικός — ή, ό που αναφέρεται στην εμβρυοτομία ή τον εμβρυοτόμο (βλ. λλ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”